- Καλλίμαχος και Χρυσορρόη
- Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο Καλλίμαχος, που είναι ο μικρότερος γιος ενός βασιλιά, εγκαταλείπει τη χώρα του μαζί με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του για να φέρει σε πέρας ένα κατόρθωμα με το οποίο θα αποδείξει στον πατέρα του ότι είναι γενναιότερος από τους αδελφούς του και επομένως ο πιο ικανός να τον διαδεχθεί στον θρόνο. Πράγματι, το νεαρό βασιλόπουλο, έπειτα από διάφορες περιπέτειες καταφέρνει, επιδεικνύοντας περισσότερο θάρρος από τους αδελφούς του, να σκοτώσει ύστερα από σκληρό αγώνα έναν δράκο που κρατούσε φυλακισμένη στον πύργο του την όμορφη βασιλοπούλα Χρυσορρόη, με την οποία συνδέεται στη συνέχεια ερωτικά. Την ευτυχισμένη συμβίωση των δύο νέων έρχεται να διακόψει ένας νεαρός βασιλιάς, ο οποίος με τη βοήθεια κάποιας μάγισσας απαγάγει την κόρη και βυθίζει σε θανάσιμο ύπνο τον Καλλίμαχο. Τα αδέλφια του, μαθαίνοντας την τύχη του, σπεύδουν να τον βοηθήσουν και, όταν τελικά με τη συνδρομή τους ο Καλλίμαχος επανέρχεται στη ζωή, ξεκινάει για την αναζήτηση της αγαπημένης του Χρυσορρόης. Έπειτα από πολλές περιπέτειες φτάνει σε μια πόλη όπου βασίλισσα είναι η Χρυσορρόη, η οποία, αφού τον αναγνωρίζει, αρχίζει να τον συναντά τις νύχτες στο περίπτερο του παλατιού. Ο βασιλιάς, μόλις πληροφορείται την κρυφή σχέση των νέων, οργίζεται αρχικά εναντίον του Καλλίμαχου και διατάζει να τον θανατώσουν, τελικά όμως αποφασίζει να τον συγχωρήσει και του δίνει την άδεια να ζήσει ελεύθερος με τη Χρυσορρόη. Το διήγημα αυτό που γράφτηκε, όπως και τα άλλα βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα, στο πλαίσιο της επίδρασης που άσκησε στην ελληνική μεταβυζαντινή αφηγηματική λογοτεχνία η δυτική μυθιστορηματική παράδοση, αποδίδεται στον Ανδρόνικο Κομνηνό Δούκα Παλαιολόγο και χαρακτηρίζεται, παρά την αφέλεια του ύφους του, από τη γλαφυρότητα των εικόνων του και τον αυθεντικό λυρισμό του.
Dictionary of Greek. 2013.